τυποκλόπος

τυποκλόπος
kaçak baskı yapan

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυποκλόπος — ο, Ν 1. αυτός που ενεργεί τυποκλοπία 2. σπαν. λογοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κλόπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. λογο κλόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • τυποκλοπώ — Ν διαπράττω τυποκλοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυποκλόπος. Η λ., στον λόγιο τ. τυποκλοπέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοκάπηλος — ο 1. αυτός που παράνομα εκδίδει και διακινεί βιβλία. 2. αυτός που αισχροκερδεί εκδίδοντας ξένα βιβλία, ο τυποκλόπος: Ο νόμος περί πνευματικής ιδιοκτησίας μάς προστατεύει από τους βιβλιοκάπηλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”